Ομιλία Κώστα Σκανδαλίδη, Γενικού Εισηγητή για τον Προϋπολογισμό του 2019

Αθήνα, 13 Δεκεμβρίου 2018

Ομιλία Κώστα Σκανδαλίδη, Γενικού Εισηγητή για τον Προϋπολογισμό του 2019. 

Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι,

Έχοντας νωπή ακόμη στα μάτια μου την εικόνα της χθεσινής αδιανόητης σε ήθος και επίπεδο συζήτησης που προσβάλλει τα κοινοβουλευτικά μας ήθη και μετατρέπει την πολιτική σε αρένα αγοραίας αντιπαράθεσης. Εν μέσω ιδιαίτερα σημαντικών προβλημάτων που βιώνει εδώ και χρόνια μια χώρα σε ολόπλευρη κρίση, η Βουλή καλείται σήμερα να συζητήσει στην κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία. Η συζήτηση του Προϋπολογισμού του κράτους προδιαγράφει σε πραγματικά μεγέθη την πορεία της χώρας. Και επιτρέπει, ή καλύτερα επιβάλλει, τη σοβαρή συζήτηση επί του πραγματικού πέρα από συνθήματα και άναρθρες κραυγές που δυστυχώς η σημερινή Βουλή βιώνει κατά κόρον.

Κατά τη δική μας κρίση ο Κρατικός Προϋπολογισμός του ’19 που εισηγείται η Κυβέρνηση εμφανίζει ανάγλυφα τα προβλήματα και τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει η χώρα ως αποτέλεσμα των επιλογών της. Και να τονίσω εξ αρχής ότι δεν διαφαίνεται καμία προοπτική επίλυσης

Κι αυτό γιατί:

Είναι ένας Προϋπολογισμός όμηρος του προεκλογικού κύκλου.

Εμφανίζεται φαινομενικά γαλαντόμος σε παροχές αφού αποθησαύρισε πόρους και εισοδήματα με άγρια φορολογική επιδρομή.

Ενσωματώνει σωρευτικά όλες τις δεσμεύσεις και τα μέτρα που αποδέχτηκε η χώρα, χωρίς το παραμικρό σχέδιο για το πώς οι νέες θυσίες δεν θα πάνε χαμένες.

Δεν αποπνέει καμία αναπτυξιακή πνοή σε μια εποχή που η χώρα την έχει απόλυτη ανάγκη για να επιβιώσει σε μια ιδιαίτερα δύσκολη διεθνή και ευρωπαϊκή συγκυρία.

Κατά την γνώμη μου ο Προϋπολογισμός μοιάζει, δυστυχώς, με διαβατήριο, εισόδου της χώρας και της οικονομίας σε ακόμη βαθύτερη κρίση.

*

Ας πάρουμε το νήμα από την αρχή.

Εν όψει της τυπικής εξόδου από τα Μνημόνια ο Πρωθυπουργός διατύπωσε το δικό του success story για την επόμενη μέρα:

Συμπυκνώνω τα λόγια του:

<<Η Ελλάδα βγαίνει απρόσκοπτα στις αγορές, χωρίς να χρειάζεται πιστοληπτική γραμμή στήριξης. Ανακτά την εθνική της κυριαρχία. Τελειώνει οριστικά η πολιτική της λιτότητας. Ξεκινά η εποχή της δίκαιης ανάπτυξης>>

Τις εβδομάδες που ακολούθησαν την 21η Αυγούστου οι αγορές εξακολουθούν να μας κοιτούν αδιάφορες απαγορεύοντας ουσιαστικά την έξοδο μας σ’ αυτές διατηρώντας ιδιαίτερα υψηλά επιτόκια. Οι δεσμεύσεις που υπέγραψε η Κυβέρνηση και αποτελούν οιονεί μνημόνιο καλά κρατούν. Το Υπερταμείο επιχειρεί να δεσμεύσει και το τελευταίο τετραγωνικό της δημόσιας περιουσίας χωρίς το ίδιο να προχωρήσει σε καμία ουσιαστική της αξιοποίηση. Και η Ελλάδα θα ζει συνεχώς σε καθεστώς μόνιμης λιτότητας κάτω από το βραχνά των πλεονασμάτων.

Έτσι, λοιπόν μόλις λίγες βδομάδες μετά ο Πρωθυπουργός επιχειρεί στη ΔΕΘ να προσγειώσει τους πολίτες μερικώς στην πραγματικότητα εγκαταλείποντας τις μεγαλόπνοες διακηρύξεις και εγκαινιάζοντας μια προεκλογική περίοδο με κύριο όπλο την παροχολογία και τους διορισμούς σε φόντο πόλωσης και <<σκανδαλολογίας>>. Την έχουμε ξαναζήσει – σας διαβεβαιώνω – αυτή την εποχή και ήταν τραγική για τη χώρα

Το προβλεπόμενο υπερπλεόνασμα θα του έδινε τη δυνατότητα: Πρώτο, να σταματήσει πρόσκαιρα τη ψηφισμένη από την Κυβέρνηση και υπογραμμένη από τον ίδιο περαιτέρω μείωση των συντάξεων και να διαπραγματευτεί την για ελάχιστο χρόνο αναστολή της αύξησης του ΦΠΑ στα νησιά. Και δεύτερο, να εξοικονομήσει πόρους προς διάθεση σε κρίσιμες εκλογικά για το ΣΥΡΙΖΑ ομάδες του πληθυσμού.

Ο στόχος του ήταν προφανής. Αφού η ανάπτυξη δεν πέτυχε τον προβλεπόμενο για το 2018 στόχο του 2,5% καθώς έμεινε κάτω από το 2%, για να δημιουργήσει τον αναγκαίο δημοσιονομικό χώρο. Αφού οι μεταρρυθμίσεις έμειναν στάσιμες και οι αποκρατικοποιήσεις καρκινοβατούν. Αφού το ισοζύγιο των επενδύσεων παραμένει αρνητικό και το υπάρχον κράτος αντιστέκεται πεισματικά σε κάθε επενδυτική πρωτοβουλία. Έπρεπε από τη δεδομένη πίττα να εξοικονομηθεί το υπερπλεόνασμα. Έτσι φθάσαμε στο 3,6% και τα 7δις περίπου.

Πως θα καλυπτόταν η διαφορά;

Πρώτο με φοροεπιδρομή. Οι φόροι για αγαθά και υπηρεσίες, για ΦΠΑ, για ειδικό φόρο κατανάλωσης, για εισοδήματα εμφανίζονται αυξημένοι κατά 600 περίπου εκ.ευρώ.

Δεύτερο με σημαντική μείωση του κοινωνικού κράτους. Το σύνολο των δαπανών που πάνε για μεταβιβάσεις, για τον κοινωνικό προϋπολογισμό και για τις συντάξεις εμφανίζονται μειωμένες κατά 1.2 δις ευρώ παράλληλα με την απαράδεκτη κατάργηση κοινωνικών παροχών, στο όνομα πάντα της φιλολαϊκής πολιτικής.

Τρίτο με σημαντική αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου που στο τέλος Νοεμβρίου έφθασαν 2.62δις, ενώ προβλεπόταν ο μηδενισμός τους για το τέλος του 2018.

Τέταρτο και κυριότερο με περικοπή του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων κατά 550εκ. Σε μια εποχή που με αρνητικό ισοζύγιο επενδύσεων το ΠΔΕ αποτελεί τον μοναδικό τροφοδότη της ανάπτυξης.

*

Ας έρθουμε, όμως στο από εδώ και στο εξής. Τι σημαίνει πραγματική έξοδος από την κρίση; Και γιατί αυτή δεν εξυπηρετείται από την οικονομική πολιτική και τις επιλογές της Κυβέρνησης;

Πραγματική έξοδος από την κρίση σημαίνει τρία πράγματα, τρεις απαρέγκλιτες προϋποθέσεις:

Η πρώτη, ότι η χώρα βγαίνει με ασφαλή βήματα στις αγορές.

Η δεύτερη, ότι το πλεόνασμα προκύπτει ως αποτέλεσμα του ρυθμού ανάπτυξης και όχι ως προϊόν περεταίρω αφαίμαξης αναπτυξιακών πόρων και εισοδημάτων.

Και η τρίτη, ότι δημιουργούνται ταυτόχρονα και με κατεπείγοντα τρόπο οι όροι και οι προϋποθέσεις μιας ενδογενούς και αυτοτροφοδοτούμενης ανάπτυξης. Όχι με θεωρητικά σχήματα και ευχολόγια για το μέλλον αλλά με άμεσες και καίριες ανατροπές και μεταρρυθμίσεις.

Το ερώτημα κατά συνέπεια για να φτάσουμε στην ουσία του προβλήματος της χώρας είναι αυτονόητο. Το Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο που ψήφισε η Κυβέρνηση, με όλες αυτές τις δεσμεύσεις που συνιστούν οιωνεί μνημόνιο και ο Προϋπολογισμός που το υλοποιεί ως το πρώτο κρίσιμο βήμα, διασφαλίζουν την δυναμική αναπτυξιακή τροχιά πάνω στην οποία ο Πρωθυπουργός στηρίζει την προεκλογική του καμπάνια για «δίκαιη ανάπτυξη»;

Δυστυχώς, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι του ΣΥΡΙΖΑ, όχι για σας αλλά για τη χώρα η απάντηση είναι ένα πελώριο ΟΧΙ. Καμιά από τις τρείς προϋποθέσεις δεν υλοποιείται.

*

Η έξοδος της χώρας στις αγορές που θα γινόταν αυτόματα την επόμενη της τυπικής λήξης του μνημονίου τείνει να γίνει θηλιά στο λαιμό μας. Οι λεονταρισμοί του Πρωθυπουργού «για τις αγορές που θα χορεύουν στο ρυθμό μας» που συνόδευσαν την άρνηση του να δεχθεί την πιστοληπτική γραμμή στήριξης εξελίσσεται σε μείζον πρόβλημα. Σε μια Ευρώπη που όταν βίωνε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης η Κυβέρνηση χρέωνε τη χώρα με τους αλόγιστους πειραματισμούς της όταν με ελάχιστο κόστος θα βγαίναμε στις αγορές, η Ελλάδα έβλεπε τα τρένα να περνούν. Και τώρα, που η Ευρώπη και λόγω εξωτερικών συνθηκών που αφορούν το παγκόσμιο εμπόριο, την εσωτερική της κρίση, την υποχώρηση της στον παγκόσμιο ανταγωνισμό μπαίνει σε υφεσιακή τροχιά η χώρα δεν έχει ασπίδα άμυνας. Καμιά πρόβλεψη κανένας σχεδιασμός. Κι όμως, το ιταλικό πρόβλημα φαινόταν με γυμνό οφθαλμό ότι έρχεται και μάλιστα πλησίστιο. Σήμερα ζούμε με το άγχος των υψηλών επιτοκίων. Ζούμε με την αναγκαστική απομείωση του «μαξιλαριού» μιας οικονομίας που καταναλώνεται σε προεκλογικές παροχές αντί να επενδύει στην ανάπτυξη και σε μόνιμες δομές αναδιανομής του πλούτου. Και, βέβαια όταν τελειώσει ο προεκλογικός κύκλος η κρίση θα επανέλθει δριμύτερη. «Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα» όπως θα έλεγε ο θυμοσοφος λαός μας.

*

Έρχομαι τώρα στο θέμα της ανάπτυξης και των πλεονασμάτων. Απαντώντας στο Γιάννη Κουτσούκο ο Υπουργός των Οικονομικών διατύπωσε μια σωστή παρατήρηση. «Αν δούμε στατικά το 3,5% του πλεονάσματος ασφαλώς συνιστά καθεστώς μόνιμης λιτότητας όταν η χώρα αναπτύσσεται με χαμηλούς ρυθμούς. Υπάρχει, όμως, η δυναμική, η αλλαγή που θα οδηγήσει σε επεκτατική αναπτυξιακή πολιτική»

Το ερώτημα είναι τι τον κάνει να πιστεύει ότι με την πολιτική της σημερινής κυβέρνησης δηλαδή τη δική του πολιτική θα φθάσουμε στους επιθυμητούς ρυθμούς ανάπτυξης. Μια ανάπτυξη που απαιτεί παραγωγική ανασυγκρότηση, μεταρρυθμιστική πολιτική, ενεργούς αναπτυξιακούς θεσμούς και κινητοποίηση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας.

Για ποια παραγωγική ανασυγκρότηση μιλάμε; Με αργό το δυναμικό των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και με εξαρθρωμένη τη σπονδυλική στήλη της οικονομίας; Όταν παντού συναντάς μόνο κλειστά καταστήματα και επιχειρήσεις.

Για ποια μεταρρυθμιστική πολιτική μιλάμε; Με ένα κράτος που αντιστέκεται σε κάθε αναπτυξιακή προσπάθεια; Όταν αντί για μεταρρύθμιση κάνουμε μόνο αλόγιστους διορισμούς

Για ποιους αναπτυξιακούς θεσμούς μιλάμε; Με την πυραμίδα του δημοκρατικού προγραμματισμού αποδυναμωμένη, την Αυτοδιοίκηση χωρίς αναπτυξιακά εφόδια, πόρους και διοικητικούς μηχανισμούς, το κράτος συγκεντρωτικό και γραφειοκρατικό; Όταν αντί για ριζικές αλλαγές ολοκληρώνουμε χάριν της κομματικής σκοπιμότητας την αποσύνθεση και καλλιεργούμε την συναλλαγή στους Δήμους.

Για ποιο παραγωγικό δυναμικό που θα εγγυηθεί τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης μιλάμε; Με το πιο μεγάλο κεφάλαιο της χώρας; Νέους επιστήμονες να την εγκαταλείπουν σε μια εποχή που το κύριο βάρος πρέπει να πέσει στην καινοτομία και τη νέα ανάπτυξη; Όταν αντί για κίνητρα επιστροφής υποβαθμίζεται ολοένα και περισσότερο η διαδικασία και αποδυναμώνονται οι θεσμοί της εκπαίδευσης

*

Είναι φανερό ότι χρειάζεται ριζικά διαφορετική αντίληψη και στρατηγική για την ανάπτυξη. Χρειάζεται οι Περιφέρειες της χώρας να αποκτήσουν ονοματεπώνυμο που να στέκεται στον ανταγωνισμό εγχώριο και διεθνή. Κι αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει τη μέγιστη δυνατή κινητοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων. Και άρα ένα κράτος διαφορετικό που γίνεται πλοηγός και όχι αντίπαλος της ανάπτυξης. Μια πραγματική επανάσταση και επανασχεδιασμός της θεσμικής συγκρότησης της πολιτείας που ξεκινά από τη βάση. Και κυρίως με γενναία αποκέντρωση της διακυβέρνησης που αποδιαρθρώνει τη σύμφυση εξουσιών και συμφερόντων που έχει εγκατασταθεί στο κέντρο. Γι’ αυτό το πρόβλημα την ανάπτυξης είναι πρόβλημα Δημοκρατίας. Χωρίς την ανασύνταξη της Πολιτείας οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης είναι φενάκη. Κι εσείς με την πολιτική σας πρακτική προσβάλλετε βάναυσα τη Δημοκρατία και τους θεσμούς της.

Εμείς καταθέσαμε τη δική μας ολοκληρωμένη πρόταση, το <<Σχέδιο Ελλάδα>>. Μπορείτε να μου αντιτείνετε ότι κι εσείς στους ίδιους στόχους αναφέρεστε, καθώς και όλα σχεδόν τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου. Εμείς, όμως, δεν μένουμε σ’ αυτούς. Περιγράφουμε με σαφήνεια τις προϋποθέσεις και τους όρους για να γίνουν πράξη. Μιλάμε για ενεργές πολιτικές της επόμενης μέρας κι όχι για ένα αόριστο μέλλον. Περιγράφουμε τις πρώτες πράξεις της Κυβέρνησης που θα το υλοποιήσει.

Αυτή είναι η ποιοτική διαφορά μιας παράταξης που έχει στη φύση της και τη φυσιογνωμία της τον προγραμματισμό της ουσιαστικής διακυβέρνησης της χώρας, μιας παράταξης που απέδειξε έμπρακτά ότι διαθέτει την ικανότητά της προοδευτικής διακυβέρνησης. Και το δείχνει η πληθώρα των στελεχών που διαθέτει που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες μιας πραγματικά νέας εποχής.

Μια τέτοια αλλαγή προϋποθέτει και έναν άλλο Προϋπολογισμό. Ένα Προϋπολογισμό που δεν εστιάζει στους ατέρμονες κωδικούς με βάση τους οποίους νομιμοποιείται η επιβολή του κέντρου στην περιφέρεια, της εκτελεστικής εξουσίας στους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, του κράτους στον ανυπεράσπιστο πολίτη. Προϋποθέτει άλλη κατανομή πόρων, γενναία αποκέντρωση της διακυβέρνησης, περιφερειακή επανεπένδυση και εξισορρόπηση του παραγόμενου πλούτου. Αν οι αναπτυξιακές επιλογές και οι αντίστοιχες εξουσίες με ολοκληρωμένη οικονομική – διοικητική μορφή δεν αποδοθούν στους θεσμούς που θα σηκώσουν το βάρος της ανάπτυξης και της κινητοποίησης του παραγωγικού και δημιουργικού δυναμικού τα περι <<δίκαιης ανάπτυξης>> είναι <<έπεα πτερόεντα>>. Για ταχύρρυθμη δε ας μη γίνεται καθόλου λόγος

*

Μέχρι τότε τι πρέπει να γίνει; Η καλύτερα από πού να ξεκινήσουμε; Ασφαλώς με εκλογές για να προκύψει Κυβέρνηση ικανή να αλλάξει ρότα η χώρα. Αξιόπιστη για να μπορεί σεβόμενη τα όρια των σχέσεων και των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει να επαναδιαπραγματευτεί ορισμένες κρίσιμες όψεις αυτών των δεσμεύσεων. Για το πλεόνασμα που πρέπει επειγόντως να μειωθεί. Για το χρέος που πρέπει περαιτέρω να αναδιαρθρωθεί. Για το ασφαλιστικό που πρέπει να ξεκινώντας από την κατάργηση του νόμου Κατρούγκαλου να επανασχεδιαστεί. Για τις εργασιακές σχέσεις που πρέπει να επανέλθουν στο πλαίσιο του κοινωνικού κεκτημένου. Για την αλλαγή της δομής και της λειτουργίας του Υπερταμείου που δεν μπορεί να είναι μια <<δαμόκλεια σπάθη>> πάνω από τη χώρα.

Είναι μια εποχή που πρέπει να αντιληφθούμε ότι μόνο ενωμένοι οι έλληνες μπορούμε να βγάλουμε τη χώρα στο ξέφωτο. Να δώσουμε στην Ελλάδα την χαμένη της ισχύ και αξιοπιστία. Φτάνει να αντιληφθούμε ότι δεν μπορούμε να ερίζουμε <<τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι>> για το πόσο θα είναι το εγγυημένο εισόδημα αν δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ποια πηγή το παράγει και πως κατανέμεται και κυρίως πως αυξάνεται ταυτόχρονα με την παραγωγή νέου πλούτου. Νομίζετε ότι σε συνθήκες πόλωσης και διχασμού, αλόγιστης σύγκρουσης και ποινικοποίησης της δημόσιας ζωής, απουσίας ουσιαστικού διαλόγου και βασανιστικής σύνθεσης διαφορετικών απόψεων μπορεί να ορθοποδήσει η χώρα; Νομίζετε ότι με τη χθεσινή εικόνα δυο μονομάχων μπορεί να προκύψει αύριο το «οι έλληνες μπορούμε» ή η «δίκαιη ανάπτυξη». Με συγχωρείτε, εγώ ένας φύση αισιόδοξος άνθρωπος, νιώθω θλίψη για ένα πολιτικό σύστημα που αρνείται να γιατρέψει τις παθογένειες που το ίδιο δημιούργησε. Ας κλείσω, όμως, με μια αισιόδοξη ευχή. Ας αγωνιστούμε να δώσουμε στην Δημοκρατία μας και τη πολιτική ζωή το οξυγόνο που της λείπει.

Η παράταξη την οποία έχω την τιμή να εκπροσωπώ αυτή τη μάχη θα τη δώσει, όπως η ίδια γνωρίζει με αίσθημα εθνικής ευθύνης, με αυστηρή προσήλωση στις προοδευτικές αξίες και πολιτικές, με την πίστη ότι μπορούμε να διασφαλίσουμε το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια τόσο για την Ελλάδα, όσο και για τους Έλληνες. Η πολιτική ανατροπή δεν είναι ένας απλός στόχος για την προοδευτική και δημοκρατική παράταξη. Είναι όρος επιβίωσης και ανάπτυξης του έθνους.