Αθήνα, 18 Νοεμβρίου 2019
Ομιλία Γιώργου Καμίνη, Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου του Κινήματος Αλλαγής στην Ολομέλεια της Βουλής για τη Συνταγματική Αναθεώρηση
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Αρχίζει σήμερα η τελική φάση της αναθεώρησης του Συντάγματος, η οποία δυστυχώς θα αποδειχθεί, όπως και η προηγηθείσα του 2008, μια αναθεώρηση ήσσονος σημασίας ως προς τη προστιθέμενη συνταγματική αξία της· μείζονος όμως βαρύτητας ως προς το θεσμικό της κόστος. Γιατί το επόμενο αναθεωρητικό διάβημα δεν θα μπορέσει να αναληφθεί παρά μόνον αφού θα έχει μεσολαβήσει μια πενταετία από την περάτωση της παρούσας αναθεώρησης. Αν μάλιστα η σημερινή και η επόμενη Βουλή εξαντλήσουν το σύνολο της τετραετούς περιόδου, τότε το επόμενο αναθεωρητικό εγχείρημα, στην καλύτερη περίπτωση, θα έχει ολοκληρωθεί μετά την παρέλευση περίπου μιας δεκαετίας.
Το κόστος συνεπώς της σημερινής συνταγματικής αναθεώρησης, κυρίες και κύριοι βουλευτές, και οφείλουμε όλοι να το συνειδητοποιήσουμε αυτό σε τούτην εδώ την αίθουσα, είναι ότι η επόμενη δεκαετία θα είναι για τη χώρα μας συνταγματικώς άγονη. Η ευθύνη βεβαίως κατά κύριο λόγο βαρύνει τους πρωταγωνιστές της υπόθεσης, τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ, που εναλλάχθηκαν σε ρόλο συμπολίτευσης και μείζονος αντιπολίτευσης στις δύο βουλές που εμπλέκονται στην αναθεωρητική διαδικασία. Από εσάς, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, έλλειψε το θάρρος, να κάνετε ένα βήμα, ο ένας προς την κατεύθυνση του άλλου, προκειμένου να επιτευχθεί η συναίνεση. Αυτήν που αμφότεροι μεν συνομολογείτε ότι επιβάλλει η ίδια η αναθεωρητική διαδικασία, στην πράξη όμως την υπονομεύσατε.
Η σημερινή αναθεώρηση είναι κατώτερη των περιστάσεων, γιατί εξαντλείται σε προβλήματα που θα μπορούσαν να έχουν λυθεί από την κοινοβουλευτική πρακτική, χωρίς να χρειάζεται να καταφύγουμε σε αλλαγή του συνταγματικού κειμένου. Ας εστιάσουμε προς στιγμήν την προσοχή μας στις διατάξεις εκείνες που με βεβαιότητα θα αναθεωρηθούν. Αυτές δηλαδή που συγκέντρωσαν 181 ψήφους στην προηγούμενη Βουλή. Θα δούμε ότι ουσιαστικά πάμε να ανασκευάσουμε λάθη του παρελθόντος, για τα οποία είμαστε υπεύθυνοι εμείς οι ίδιοι, εννοώ οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας που είχαν πάγια κοινοβουλευτική εκπροσώπηση τις τελευταίες δεκαετίες. Είτε πρόκειται για λάθη που αφορούν την εκλογή του ΠτΔ -όπως η καταστρατήγηση της διαδικασίας στην τελευταία προεδρική εκλογή που κατέληξε στην εκβιασμένη διάλυση της Βουλής- είτε την εκ συστήματος καταχρηστική εφαρμογή των διατάξεων στα θέματα της ποινικής ευθύνης των υπουργών και της βουλευτικής ασυλίας ή ακόμη την απροθυμία να συναινέσουμε στην εκλογή των ανεξάρτητων αρχών, ώστε να επιτύχουμε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα πλειοψηφία. Αλλά ακόμη και στο θέμα των εξεταστικών επιτροπών, η ισχύουσα συνταγματική διάταξη ήδη μας προτρέπει εμφατικά, με την ισχνή πλειοψηφία των ⅖ που προβλέπει, να επιτρέπουμε τη σύστασή τους ακόμη και από τη μειοψηφία. Προτροπή την οποία οι διαδοχικές πλειοψηφίες ουδέποτε σεβάστηκαν. Με λίγα λόγια, πρόκειται για μια συνταγματική αναθεώρηση σαφώς αυτοαναφορική. Οι υπό αναθεώρηση διατάξεις, αυτές καθεαυτές, δεν παρουσιάζουν πρόβλημα. Απλώς εφαρμόστηκαν εσφαλμένα. Και όμως η κοινοβουλευτική τάξη, η πολιτική ελίτ της χώρας που φέρει την ευθύνη της εσφαλμένης εφαρμογής, δεν διστάζει να αναθεωρήσει τις διατάξεις αυτές και να παραλείψει άλλες σημαντικές, καταδικάζοντας ουσιαστικά τη χώρα σε συνταγματική ακινησία για την επόμενη δεκαετία.
Ασφαλώς, ο αναθεωρητικός νομοθέτης οφείλει να συνομιλεί με το παρελθόν. Να λαμβάνει υπόψη του την πολιτική πρακτική και εκεί που χρειάζεται να παρεμβαίνει διορθωτικά στο Σύνταγμα. ‘Οχι όμως όταν το ίδιο το συνταγματικό κείμενο έχει καλώς, αλλά αυτό που πάσχει είναι η εφαρμογή του λόγω της ενδημικής πόλωσης που κυριαρχεί για τα καλά στα πολιτικά μας ήθη. Την πόλωση και τον διχασμό δεν θα τα ξορκίσει από το πολιτικό σύστημα ο αναθεωρητικός νομοθέτης, αλλά μια γειωμένη στα πραγματικά και όχι στα φανταστικά προβλήματα της χώρας Πολιτική. Πολιτική με Π κεφαλαίο.
Η παρέμβαση του αναθεωρητικού νομοθέτη είναι πάντως αναγκαία όταν οι συνταγματικές διατάξεις, αυτές καθεαυτές, προκαλούν παθογένειες στη λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Είτε επειδή περιέχουν ελαττωματικές ρυθμίσεις, είτε επειδή απουσιάζουν αναγκαίες ρυθμίσεις. Στην πρώτη περίπτωση περιλαμβάνεται π.χ. αυτή του άρθρου 90 παρ. 5, σύμφωνα με την οποία η ηγεσία των ανωτάτων δικαστηρίων ορίζεται από την κυβέρνηση. Η διάταξη αυτή έχει υπονομεύσει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, αφού μέσα από τον διορισμό της ηγεσίας της απευθείας από την κυβέρνηση σφυρηλατούνται αλυσίδες εξάρτησης που διαπερνούν όλες τις βαθμίδες της δικαστικής εξουσίας.
Υπάρχουν όμως και συνταγματικές διατάξεις που χρειάζονται συμπλήρωση, προκειμένου να αναπτύξουν τη μεταρρυθμιστική δυναμική που ήδη αυτές οι ίδιες εμπεριέχουν. Δυναμική που δυστυχώς διαδοχικές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες δεν την αξιοποίησαν λόγω της γενικευμένης συντηρητικής αδράνειας του πολιτικού συστήματος. Αυτό π.χ. συμβαίνει με το άρθρο 102 παρ. 1 Σ., που ρυθμίζει τα της τοπικής αυτοδιοίκησης. Εδώ θα έπρεπε επιτέλους να τολμήσουμε μια ριζική αναθεωρητική τομή. Να επιβάλουμε στον κοινό νομοθέτη την υποχρέωση να προχωρήσει σε μια ουσιαστική αποκέντρωση της δημόσιας διοίκησης. Προς τιμήν του, το Κίνημα Αλλαγής και στις δύο περιπτώσεις που προανέφερα, τόσο στα του ορισμού της ηγεσίας της δικαστικής εξουσίας όσο και στα της τοπικής αυτοδιοίκησης, έχει διατυπώσει ριζοσπαστικές προτάσεις συνταγματικής αναθεώρησης.
Υπάρχουν όμως και άλλα συνταγματικά πεδία, όπου η παρούσα αναθεώρηση θα έπρεπε να έχει παρέμβει δραστικά. Λ.χ. η διεύρυνση της δημοκρατίας. ‘Οχι βέβαια με την πληθωριστική εισαγωγή του θεσμού του δημοψηφίσματος, όπως προτείνει με απύθμενο θράσος ο ΣΥΡΙΖΑ, ο νεκροθάφτης του θεσμού, όπως απέδειξε η προσβλητική για τη δημοκρατία εμπειρία του 2015. Εμείς, χωρίς να εισακουσθούμε δυστυχώς, προτείναμε τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, που παρέχει την ευκαιρία σε ένα τμήμα του εκλογικού σώματος να ενεργοποιηθεί ακηδεμόνευτα, καταθέτοντας, αμέσως το ίδιο, πρόταση νόμου στη Βουλή.
Αξίζει λοιπόν να αναρωτηθούμε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, για την πραγματική αξία του αναθεωρητικού εγχειρήματος, το οποίο καλούμαστε αυτήν την εβδομάδα να ολοκληρώσουμε. Περισσότερο όμως οφείλουμε να εντοπίσουμε τους μεγάλους απόντες της τρέχουσας συνταγματικής αναθεώρησης, την παιδεία, τη δημόσια διοίκηση, τη δικαιοσύνη και την παιδεία. Γιατί αυτοί είναι οι τρεις μεγάλοι ασθενείς της χώρας.
Και όμως το αναθεωρητικό εγχείρημα θα ολοκληρωθεί χωρίς καν να τους έχει αγγίξει. Η ιδεολογική καθήλωση τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και της ΝΔ, στο θέμα των μη κρατικών ΑΕΙ, εμπόδισε την αναθεώρηση του άρθρου 16. Ξεκινώντας από εκ διαμέτρου αντίθετες αφετηρίες, τα δύο αυτά κόμματα ουσιαστικά εξοβέλισαν το άρθρο 16 Σ. Από την αναθεώρηση, ματαιώνοντας έτσι κάθε προσπάθεια ανανέωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η μεν ΝΔ ανάγοντας σε ιερό και απαραβίαστο τοτέμ το θέμα την αναγκαιότητα ίδρυσης ιδιωτικών ΑΕΙ, ο δε ΣΥΡΙΖΑ καταλαμβάνοντας την εκ διαμέτρου αντίθετη θέση με τον ίδιο φανατισμό. Η πόλωση της ιδεολογικής εμμονής εμπόδισε τη νηφάλια συζήτηση της δικής μας πρότασης για την ίδρυση μη κρατικών και μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ.
Τελειώνω, κυρίες και κύριοι βουλευτές, με τους δύο άλλους θεσμούς που νοσούν και όμως δεν ασχολούμαστε μαζί τους, ενώ ακριβώς εδώ θα έπρεπε η συνταγματική αναθεώρηση να δώσει το εναρκτήριο σάλπισμα της μεγάλης μεταρρύθμισης. Να παρέμβει δηλαδή ο αναθεωρητικός νομοθέτης κυρίως εκεί όπου διαδοχικές κυβερνήσεις της χώρας έχουν υπαναχωρήσει ή ηττηθεί. Στο πεδίο της δικαιοσύνης, δεν πρόκειται μόνον για το θέμα της ανάδειξης της ηγεσίας της. Υπάρχει π.χ. και ο θεσμός της διαμεσολάβησης, τον οποίο φοβάμαι πως κατεστημένες δυνάμεις συμφερόντων θα προσπαθήσουν στην επικείμενη νομοθετική πρωτοβουλία να ευνουχίσουν. ‘Η στο πεδίο της δημόσιας διοίκησης, το θέμα της αξιολόγησης των δημοσίων υπηρεσιών και των υπαλλήλων του δημοσίου που καμία κυβέρνηση μέχρι σήμερα δεν κατόρθωσε να καθιερώσει με αξιώσεις σοβαρότητας.
Επιμένουμε σε αυτά τα ζητήματα, κυρίες και κύριοι βουλευτές, γιατί αυτά είναι οι μεγάλες προκλήσεις που μας αναμένουν στο άμεσο μέλλον. Επειδή λοιπόν δεν θα κατορθώσουμε σήμερα να ανταποκριθούμε με επάρκεια στο επίπεδο του Συντάγματος, ας καταφύγουμε στην κοινή λογική μπας και καταφέρουμε αύριο να συναινέσουμε στο επίπεδο της νομοθεσίας.