Γραφείο Τύπου
Αθήνα, 19 Φεβρουαρίου 2019
Ο Πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς και του Κινήματος Δημοκρατών Σοσιαλιστών, Γιώργος Α. Παπανδρέου, ήταν κεντρικός ομιλητής στο Πρώτο Διεθνές Περιφερειακό Φόρουμ Θεσσαλονίκης που διοργανώθηκε με πρωτοβουλία του δημάρχου Γιάννη Μπουτάρη στις 15-17 Φεβρουαρίου, με θέμα:
«Δεκάξι χρόνια μετά την Ατζέντα της Θεσσαλονίκης, ο δρόμος μπροστά».
Στο Συνέδριο συμμετείχαν προσωπικότητες, πολιτικοί, εμπειρογνώμονες και διπλωμάτες από την Ευρώπη, τις ΗΠΑ και τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Θεσσαλονίκη συναντήθηκε με το δήμαρχο της πόλης, Γιάννη Μπουτάρη, όπου αντάλλαξαν απόψεις για τις προοπτικές ανάπτυξης της πόλης σε ένα πλαίσιο ευρύτερης περιφερειακής συνεργασίας. Συνάντηση είχε επίσης με τον υποψήφιο Περιφερειάρχη Χρήστο Παπαστεργίου, τον υποψήφιο Δήμαρχο Θεσσαλονίκης Σπύρο Βούγια, όπως και με τον Δήμαρχο Νεάπολης-Συκεών Σίμο Δανιηλίδη.
Ο Γιώργος Παπανδρέου συνεχάρη τον Γιάννη Μπουτάρη για το σημαντικό έργο του και την εξωστρεφή πολιτική του και εξέφρασε τη λύπη του για τη μη αναθεώρηση του άρθρου 16, καθώς η Θεσσαλονίκη είναι η πρώτη πόλη που θα μπορούσε να επωφεληθεί και να γίνει ένα κέντρο παιδείας και έρευνας για όλη τη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Τέλος, είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει για τις τελευταίες εξελίξεις στην ΕΕ με τον τέως Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Χέρμαν βαν Ρομπάι, στο πλαίσιο της εκδήλωσης για το Ευρωπαϊκό βραβείο «Θεοφανώ» που θα δίνεται κάθε χρόνο στη Θεσσαλονίκη σε προσωπικότητες που αναδεικνύουν την ευρωπαϊκή ιδέα και ταυτότητα
-:-
Σημεία ομιλίας Γιώργου Α. Παπανδρέου,
στο Πρώτο Διεθνές Περιφερειακό Φόρουμ Θεσσαλονίκης με θέμα:
«Δεκάξι χρόνια μετά την Ατζέντα της Θεσσαλονίκης, ο δρόμος μπροστά»
«Την εποχή της πτώσης του τοίχου του Βερολίνου, ως νέος πολιτικός είχα ένα όραμα για την περιοχή. Εμπνεύστηκα από τον Βάτσλαβ Χάβελ που είχε καλέσει το 1990 διανοούμενους και ακτιβιστές από όλη την Ευρώπη στην Πράγα, για την ιδρυτική συνάντηση της Συνέλευσης των Πολιτών του Ελσίνκι.
Ήταν η πρώτη φορά που συνάντησα ενεργά μέλη της κοινωνίας πολιτών από τα Βαλκάνια. Οι συγκρούσεις και ο Ψυχρός Πόλεμος μας είχαν κρατήσει μακριά, και παρότι γείτονες ήμασταν αποξενωμένοι.
Είχαμε ωστόσο μια κοινή προσδοκία. Να δούμε την πολύπαθη περιοχή των Βαλκανίων να μοιράζεται ένα κοινό Όνειρο. Ένα ευρωπαϊκό όνειρο ειρηνικής συνύπαρξης, όπου η δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα πάνε μαζί με ανάπτυξη, κοινωνική πρόνοια και συνοχή.
Ήταν πολύ δύσκολες εποχές. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και ο πόλεμος που ακολούθησε απομάκρυνε την υλοποίηση του οράματός μας.
Παρά ταύτα, την εποχή εκείνη αποφάσισα, ότι παρά τα εμπόδια, ή ακριβώς επειδή υπήρχε αυτή η κατάσταση, είχε νόημα να πάρω μια πρωτοβουλία, την «Πρωτοβουλία του Λαγονησίου», φέρνοντας κοντά βουλευτές και νέους ακτιβιστές από όλη την περιοχή. Κι ενώ, ένα τέτοιο εγχείρημα έμοιαζε σχεδόν αδύνατο, αισθάνθηκα ότι παρά τις ακραίες εντάσεις και τις τραυματικές εμπειρίες υπήρχε η βούληση να προχωρήσουμε μπροστά – μια ελπίδα ότι μπορούσαμε να δημιουργήσουμε κάτι νέο, διαφορετικό. Δεν μπορούσαμε να αφήσουμε αυτή την ιστορική ευκαιρία να χαθεί λόγω της διαιρετικής στάσης όσων καλλιεργούσαν το μίσος και τον ακραίο εθνικισμό για να ενισχύσουν την εξουσία τους.
Υπήρχε ταυτόχρονα η κατανόηση και η προσμονή να μην παραμείνουμε παγιδευμένοι στον ιστό ενός ιστορικού φαύλου κύκλου όπου διαφορετικές θρησκευτικές και εθνικές ταυτότητες γίνονται πρόσχημα για συγκρούσεις, καταδιώξεις, εξορίες, διακρίσεις, θανατώσεις. Ελπίδα μας ήταν ότι θα μπορούσαμε να αναδείξουμε αυτό το όμορφο μωσαϊκό πολιτισμικού πλούτου προς όφελος όλων.
Πέντε χρόνια μετά, ως Υπουργός Εξωτερικών το 2003 με την Ελλάδα να έχει την Προεδρία της ΕΕ, καταφέραμε να προωθήσουμε την «Ατζέντα της Θεσσαλονίκης για τα Δυτικά Βαλκάνια». Ήταν ένα πρώτο σημαντικό βήμα. Έκτοτε, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Κροατία, η Σλοβενία έγιναν μέλη της ΕΕ. Παρόλα αυτά, σήμερα, σχεδόν δεκαέξι χρόνια μετά την ιστορική Σύνοδο της Θεσσαλονίκης, δεν έχει ενταχθεί στην ΕΕ το σύνολο των Δυτικών Βαλκανίων. Παρά τις καθυστερήσεις και τα εμπόδια, όμως, πιστεύω ότι τώρα είμαστε πολύ κοντά στην πραγματοποίηση του στόχου και δεν πρέπει να αγνοήσουμε την πρόοδο που έγινε με μεγάλες προσπάθειες από όλες τις εμπλεκόμενες χώρες.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένας σημαντικός παράγοντας ενθάρρυνσης των σημαντικών μεταρρυθμίσεων που γίνονται στα Δυτικά Βαλκάνια. Και δεν έχω καμία αμφιβολία ότι όταν οι χώρες αυτές γίνουν μέλη της ΕΕ, η ήπειρος μας θα γίνει πολύ πιο σταθερή και ασφαλής.
Καθώς εμείς στην Ευρώπη έχουμε να αντιμετωπίσουμε την σκοτεινή προοπτική του Μπρέξιτ, είναι ενθαρρυντικό το αντίθετο παράδειγμα που έρχεται από τις χώρες και τους λαούς της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, που εμπνέονται από την ΕΕ και τις αξίες της. Από ένα πλαίσιο που δεν στοχεύει μόνο στην βελτίωση των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, αλλά διευκολύνει και τη διαχείριση και την επίλυση των διαφόρων καθώς και των διμερών προβλημάτων.
Ας μην υποτιμούμε τη σημασία της ΕΕ. Είναι αλήθεια, πως η αρχιτεκτονική της έχει πολλές στρεβλώσεις – κάτι που βίωσα προσωπικά όταν χρειάστηκε να αντιμετωπίσω την χειρότερη κρίση που πέρασε η Ένωση, την οικονομική κρίση. Παραμένει, όμως, ένα μοναδικό μοντέλο ειρήνης, δημοκρατίας, βιώσιμης ανάπτυξης – κάτι που στα Βαλκάνια εκτιμούμε, όπως και τις δυνατότητες που δίνει.
Και όπως τονίστηκε στην «Ατζέντα της Θεσσαλονίκης», τα Βαλκάνια είναι αδιαχώριστο κομμάτι της Ευρώπης. Μιλάμε, για περίπου 18 εκατομμύρια ανθρώπους σε μια κοινότητα 512.6 εκατομμυρίων. Είναι λοιπόν δύσκολο να κατανοήσουμε γιατί, μερικά από τα κράτη μέλη είναι τόσο διστακτικά στην στήριξη της Ευρωπαϊκής ένταξης μιας περιοχής, σχετικά μικρής, αλλά στρατηγικά και ιστορικά τόσο σημαντικής.
Θέλω να σταθώ σε τρία σημεία που έχουν μεγάλη σημασία για να πετύχει η «Ατζέντα της Θεσσαλονίκης»:
Α. Ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ανάπτυξης σε περιφερειακό επίπεδο που να αξιοποιεί τα πλεονεκτήματα κάθε χώρας σε συνδυασμό με έργα υποδομής που θα βελτιώνουν την συνδεσιμότητα. Η ΕΕ, μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου που θα δίνει προτεραιότητα στην συμπληρωματικότητα .
Β. Την επένδυση στα δίκτυα των πολιτών.Σε μια περιοχή που υποφέρει από τόσες συγκρούσεις και εντάσεις, η βελτίωση των οικονομικών δεικτών δεν αρκεί για να υπάρξει συνοχή και σταθερότητα. Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι τα Βαλκάνια σήμερα δεν υποφέρουν μόνο από τα προβλήματα του παρελθόντος αλλά κι από νέες προκλήσεις όπως το προσφυγικό, την αύξηση του λαϊκισμού, του ακραίου εθνικισμού, των ανισοτήτων που συνδέονται με την ομηρεία των πολιτικών θεσμών από οικονομικούς παράγοντες – από ισχυρούς.
Τα προβλήματα αυτά δεν υπάρχουν μόνο στην περιοχή μας, αλλά έχουμε τους λιγότερο εδραιωμένους θεσμούς, όπως και τη μικρότερη εμπιστοσύνη στη διοίκηση. Κατά συνέπεια, λαμβάνοντας υπόψη την ελληνική εμπειρία, είναι κρίσιμο να μετατρέψουμε το περιφερειακό όραμα για τα επόμενα είκοσι χρόνια σε ένα σχέδιο ιδιοκτησία της περιοχής, των λαών και των πολιτών μας. Και ένας τέτοιος στόχος μπορεί να βοηθηθεί σημαντικά από την επένδυση στην συνεργασία ανάμεσα στις πόλεις μέσα από τον πολιτισμό και την παιδεία.
Γ. Την χρησιμοποίηση των κοινών συμφερόντων για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης.Η εμπιστοσύνη αποτελεί προϋπόθεση για διάλογο, επικοινωνία, διαπραγμάτευση, διαχείριση συγκρούσεων, συνεργασία. Αν δούμε τη μεγάλη εικόνα θα συνειδητοποιήσουμε πως η περιοχή αυτή, η περιοχή μας, δεν είναι ένα απομονωμένο νησί. Παγκόσμια προβλήματα, όπως η κλιματική αλλαγή, οι μετακινήσεις πληθυσμών, η οικονομική αστάθεια, οι πανδημίες, οι προκλήσεις της τεχνολογίας, δεν έχουν σύνορα και επηρεάζουν την καθημερινή μας ζωή πιο γρήγορα και πιο βαθιά από όσο συνειδητοποιούμε.
Μόνη λύση η συνεργασία σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό και περιφερειακό επίπεδο.
Καμία χώρα δεν αντιμετώπισε αυτές τις προκλήσεις μόνη της. Αν κλείνουμε τις πόρτες, αν κρύβουμε το κεφάλι στην άμμο, αν χτίζουμε τοίχους ανάμεσα μας -πραγματικούς η φανταστικούς – θα οδηγηθούμε σε ένα σενάριο όπου τελικά θα βγουν όλοι χαμένοι. Στα Βαλκάνια, έχουμε την τάση μερικές φορές να είμαστε μοιρολάτρες και ίσως λόγω της ιστορίας μας, απαισιόδοξοι.
Ένα βασικό εμπόδιο στην περιφερειακή συνεργασία είναι οι διενέξεις. Και σε αυτό το κεφάλαιο, συνέβη μια σημαντική αλλαγή, αναφορικά με τη διένεξη μεταξύ της Ελλάδας και της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, που τώρα θα ονομάζεται Βόρεια Μακεδονία.
Η εξέλιξη αυτή, δημιούργησε μεγάλες αντιπαραθέσεις και διαίρεσε την κοινή γνώμη και στις δυο χώρες. Άγγιξε παλιές πληγές και δυστυχώς, τόσο οι υποστηρικτές όσο και οι πολέμιοι της συμφωνίας δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στον πειρασμό της πολιτικής εκμετάλλευσης. Σήμερα, με κάθε σεβασμό σε όσους εξέφρασαν διαφωνίες, με την συμφωνία να έχει επικυρωθεί και από τις δυο πλευρές, πρέπει να κοιτάξουμε μπροστά.
Οφείλουμε να εργαστούμε σκληρά, για να μετατρέψουμε αυτή τη νέα πραγματικότητα σε μια ευκαιρία για ειρηνική συνύπαρξη, ανάπτυξη, σταθερότητα, απομονώνοντας τις ακραίες αλυτρωτικές φωνές που μπορεί να εξακολουθούν να υπάρχουν. Δεν είναι σημαντικό μόνο για τις δυο γειτονικές χώρες, την Ελλάδα και τη Βόρεια Μακεδονία, είναι σημαντικό για όλη την περιοχή.
Μια ακόμη σημαντική αιτία που τα Βαλκάνια αναφέρονται τόσο συχνά ως «η πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης», είναι γιατί πολύ συχνά γίναμε αντικείμενο ανταγωνισμών των μεγάλων δυνάμεων, που υποκινούσαν μέχρι και πολέμους. Ήμασταν, όπως ανέφερε ένας ιστορικός, αντικείμενο συναλλαγής στις συμφωνίες των πιο ισχυρών.
Όταν έγινε ο πόλεμος στο Κοσσυφοπέδιο, ήμουν Υπουργός Εξωτερικών. Συνειδητοποίησα, ότι όλοι είχαν λόγο στο πως θα καθορισθεί το μέλλον μας εκτός από εμάς. Και, πολλοί, ακολούθησαν μια παλιά πρακτική. Αφιέρωσαν περισσότερη ενέργεια στην επιλογή του «ποιος θα τους προστατεύσει», αντί να επενδύσουν στη συνεργασία που θα μας επέτρεπε να έχουμε μια ανεξάρτητη φωνή.
Αυτό το όραμα της απελευθέρωσης από τους προστάτες και την ενίσχυση της συνεργασίας δεν είναι κάτι καινούργιο, έχει εκφραστεί κι από οραματιστές όπως ο Ρήγας Φεραίος.
Χαίρομαι ιδιαίτερα που συζητάμε αυτά τα θέματα στη Θεσσαλονίκη.
Όχι μόνο, γιατί εδώ πρώτα αποφασίσαμε για την ευρωπαϊκή προοπτική των Βαλκανίων, αλλά και γιατί σε μια νέα ευρωπαϊκή αφήγηση, η Θεσσαλονίκη μπορεί να αξιοποιήσει τον πλούτο της πολιτιστικής της κληρονομιάς και να γίνει πρωτοπόρα, μια μητρόπολη που θα συμβάλει καθοριστικά στην οικοδόμηση αυτού του οράματος.
Ο πολιτισμός παίζει πολύ μεγάλο ρόλο.
Η Θεσσαλονίκη μπορεί και πρέπει να γίνει ένα πολιτισμικό σταυροδρόμι για όλη την περιοχή. Ας εμπνευστούμε από τους λογοτέχνες, τους διανοούμενους, τους ποιητές της πόλης.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος είχε πει οι ποιητές είναι πουλιά που πετούν, ασφαλώς μπορούν να μας βοηθήσουν να δούμε μακριά.
Ο Κωστής Μοσκώφ, είχε δει καλύτερα από τον καθένα πως η Θεσσαλονίκη μπορεί να αγκαλιάσει τα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο, Ο Γιώργος Ιωάννου είχε συλλάβει όλες τις πτυχές της κοινωνίας που συνθέτουν τον πλούτο αυτής της πόλης.
Και εδώ θέλω να αδράξω την ευκαιρία για να τονίσω τη συμβολή του Γιάννη Μπουτάρη. Έκανε μια τεράστια προσπάθεια για να κάνει τη Θεσσαλονίκη μια εξωστρεφή πόλη. Μια πόλη που φιλοδοξεί να συνδέσει και να αναδείξει την τεράστια πολιτιστική κληρονομιά των Βαλκανίων.
Θα ήθελα να τον ευχαριστήσω προσωπικά για αυτή την ιστορική του συμβολή,
Η περιοχή μας χρειάζεται περισσότερους σαν κι’ αυτόν. Πρέπει να νικήσουμε τα φαντάσματα του παρελθόντος που μας στοιχειώνουν και να εργαστούμε μαζί για ένα φωτεινό μέλλον. Για να είμαστε περήφανοι που αποκαλούμαστε Βαλκάνιοι.»