Αθήνα, 17 Οκτωβρίου 2018
Σημεία Τοποθέτησης Γιάννη Κουτσούκου στην Επιτροπή Οικονομικών για το Προσχέδιο του Προϋπολογισμού
Το Κυβερνητικό αφήγημα για Προϋπολογισμό χωρίς μέτρα, καταρρίπτεται από τη βαριά κληρονομιά φόρων- εισφορών και περικοπών που ανέρχονται σωρευτικά πάνω από 20 δισ.
Τέθηκε εισαγωγικά στον κ. Χουλιαράκη το ζήτημα των διαφοροποιημένων εκτιμήσεων για το πρωτογενές πλεόνασμα μεταξύ του προσχεδίου που κατέθεσε η Κυβέρνηση στη Βουλή και του σχεδίου που απέστειλε στην Ε.Ε.. Ζητήθηκε να κατατεθούν οι σχετικοί πίνακες και μάλιστα στα ελληνικά, προκειμένου να ενημερωθεί η Βουλή, αίτημα το οποίο έγινε αποδεκτό και υπήρξε σχετική δέσμευση.
Το προσχέδιο του 4ου μνημονιακού Προϋπολογισμού της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ των δύο σεναρίων, σε όλες του τις εκδοχές, όπως κατατέθηκε στη Βουλή και με τις μικρές αλλαγές όπως στάλθηκε στην Ε.Ε. προχθές το βράδυ, ενσωματώνουν και υλοποιούν την ίδια μνημονιακή πολιτική του 3ου αχρείαστου μνημονίου και του συμπληρωματικού 4ου που καθηλώνει την οικονομία, κατακερματίζει την κοινωνία και αναπαράγει συνεχώς τα ίδια αδιέξοδα.
Το Κυβερνητικό αφήγημα για Προϋπολογισμό χωρίς μέτρα, μόνο με αντίμετρα, καταρρίπτεται από τη βαριά κληρονομιά φόρων- εισφορών και περικοπών που ανέρχονται σωρευτικά πάνω από 20 δισ. (όπως αποτυπώθηκε και στο ΜΠΔΣ 2018-2021) και αποτελούν τη βάση για την δημιουργία των υψηλότατων πρωτογενών πλεονασμάτων και υπερπλεονασμάτων και στα δύο σενάρια του προσχεδίου.
Και τα δύο σενάρια έχουν αυξημένα έσοδα και φόρους από 245 εκ. και 263 εκ. αντίστοιχα, ενώ οι δαπάνες είναι μειωμένες κατά 170 εκ και 1,5 δισ. αντίστοιχα.
Η σωρευτική επίπτωση των μέτρων αυτών και όχι η ανεμική ανάπτυξη, ούτε η πάταξη της φοροδιαφυγής οδηγούν στα αυξημένα πρωτογενή των δύο σεναρίων: α) 7,8 δισ. ή 4,14 % του ΑΕΠ ή β) 6,7 δισ. ή 3,56 % του ΑΕΠ.
Εκεί όμως που αποτυπώνεται σε όλο της το μεγαλείο η Κυβερνητική υποκρισία για τους συνταξιούχους είναι το εναλλακτικό σενάριο με τις «προστιθέμενες δημοσιονομικές παρεμβάσεις», όπου μετά την μη περικοπή της προσωπικής διαφοράς του Νόμου Κατρούγκαλου για τους παλαιούς συνταξιούχους η συνολική δαπάνη είναι μειωμένη. Για συντάξεις και παροχές συν μεταβιβάσεις είναι μειωμένη κατά 305 εκατ. και 2,099 δισ. αντίστοιχα δηλαδή συνολικά κατά 2,4 δισ., καθώς έχουν περικοπεί δραματικά οι συντάξεις μετά τις 12/5/2016 μέχρι και 30%,οι συντάξεις χηρείας κατά 50%, το ΕΚΑΣ καταργήθηκε, αυξήθηκαν οι εισφορές για την περίθαλψη σε όλες τις συντάξεις Κύριες και Επικουρικές.
Για να πάψει ο εμπαιγμός των συνταξιούχων, η Κυβέρνηση δεν αρκεί να μην εφαρμόσει το Νόμο που η ίδια ψήφισε (Ν. 4472/2017, Άρθρο 1, παρ. 1και 2 και Άρθρο 2) αλλά και να ακυρώσει το Ν. 4387/2016 για τον επανυπολογισμό των συνταξιούχων και την προσωπική διαφορά στο πλαίσιο ενός νέου ασφαλιστικού, όπως έχουμε προτείνει από 5-7-2018 με την Πρόταση Νόμου που καταθέσαμε.
Η υπερφορολόγηση είχε ως αποτέλεσμα τα τελευταία 4 χρόνια πάνω από 70% της δημοσιονομικής προσαρμογής (περίπου 14 δις. €) έγινε με φόρους με την έμμεση φορολογία να είναι το κύριο μέρος. Ο δείκτης άμεσων έμμεσων φόρων από 1,15 το 2014 θα κινηθεί στο 1,32 το 2018. Ενδεικτικά τα έσοδα από άμεση φορολογία ήταν 20.664 δισ. € το 2014 και 20.288 το 2017 ενώ τα έσοδα από άμεση φορολογία ήταν 23.784 € το 2014 και 26.917 το 2017. Από την άλλη οι ασφαλιστικές εισφορές έχουν δημιουργήσεις ένα διπλό στρεβλό φοροασφαλιστικό σύστημα.
Το γεγονός ότι η επίτευξη των υπερπλεονασμάτων στηρίχτηκε στην φορολογική αφαίμαξη των ειλικρινών φορολογούμενων αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι όχι μόνο η Κυβέρνηση δεν έκανε πράξη τις εξαγγελίες της για πάταξη της φοροδιαφυγής, αλλά όπως φαίνεται από τα επίσημα στοιχεία χαϊδεύει φοροφυγάδες και λαθρέμπορους καθώς:
Παραγράφονται χιλιάδες ανέλεκτες υποθέσεις φοροδιαφυγής από τη Λίστα Λαγκάρντ και εμβασμάτων εξωτερικού λόγω της Κυβερνητικής πολιτικής από το 2015 που μετέφερε 35000 υποθέσεις από το ΣΔΟΕ στην ΑΑΔΕ
Τα έσοδα από τις υποθέσεις φοροδιαφυγής στις Λίστες Λαγκάρντ, εμβασμάτων εξωτερικού offshore είναι μόνο 120 εκατ. περίπου.
Τα συστήματα παρακολούθησης της διακίνησης καυσίμων μέσω GPS δεν έχουν ακόμα ενεργοποιηθεί με ευθύνη της Κυβέρνησης την ώρα κατά γενική ομολογία η αύξηση των ειδικών φόρων ευνοεί το λαθρεμπόριο και τη δασμοφοροδιαφυγή.
Τελικά όπως αποδεικνύεται από τα στοιχεία της ΑΑΔΕ η οικειοθελής αποκάλυψη ευνοεί μόνο όσους όταν ήταν στο στόχαστρο των φορολογικών αρχών προκειμένου να αποφύγουν πρόστιμα και προσαυξήσεις.
Είναι χαρακτηριστικό πάντως, όπως προκύπτει και από τα στοιχεία εκτέλεσης Προϋπολογισμού του εξαμήνου Ιανουάριος – Σεπτέμβρης 2018 η αισιόδοξη εικόνα του για την επίτευξη υπερπλεονάσματων στηρίζεται μεταξύ άλλων στη μείωση δαπανών του ΠΔΕ και στη μείωση της επιστροφής φόρου, δύο πολιτικές σε βάρος της ανάπτυξης και της ρευστότητας στην αγορά.
Εκείνο όμως που αυτοδιαψεύδεται από το προσχέδιο του Προϋπολογισμού και τις γενικότερες οικονομικές εξελίξεις, είναι το στρατηγικό θεώρημα της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ για το τέλος των μνημονίων και την καθαρή έξοδο, αυτό που η Κυβέρνηση καλλιεργεί ως μεγάλη εικόνα.
Είναι σαφές ότι τα μνημονιακά μέτρα των κ.κ Τσίπρα- Καμμένου ισχύουν και εφαρμόζονται και οι δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει για τη χώρα τα πολλά επόμενα χρόνια είναι ένα μείγμα συντηρητικών και αντιλαϊκών πολιτικών που όμοιες τους δεν τόλμησε κανείς να εφαρμόσει. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Πώς είναι δυνατόν μια κατ΄ ευφημισμού αριστερή Κυβέρνηση που ζήτησε και έλαβε εντολή να ανατρέψει τη λιτότητα. Να εφαρμόζει την πιο άγρια μορφή λιτότητας που είναι τα πλεονάσματα του 3,5% μέχρι το 2022 και του 2,2% στη συνέχεια και μάλιστα να περηφανεύεται για τα υπερπλεονάσματα της τάξης του 4-4,5% του ΑΕΠ με ανάπτυξη μόλις 1,4% του ΑΕΠ. Για την μνημονιακή περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ και των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει μέχρι το 2022 τα υπερπλεονάσματα αυτά αθροίζονται περίπου στα 50 δισ..
Πώς είναι δυνατόν μια Κυβέρνηση που λέει ότι βγάζει τη χώρα από τα μνημόνια και τις δεσμεύσεις να παραδίδει τη Δημόσια Περιουσία για 99 χρόνια στον έλεγχο των δανειστών και να υλοποιεί , χωρίς κανένα έλεγχο όλες τις απαιτήσεις, όπως έγινε πρόσφατα με τη μεταβίβαση των 10.119 ακινήτων κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου στο Υπερταμείο.
Σε κάθε περίπτωση τα δεδομένα πάνω στα οποία στηρίζονται οι προβλέψεις δεν επιτρέπουν την αισιόδοξη ανάγνωσή τους, το αντίθετο μάλιστα. Υπάρχουν σοβαρές αιρέσεις που αφορούν το ύψος των επενδύσεων, τη χαμηλή δημόσια κατανάλωση και τα προβλήματα του Τραπεζικού Συστήματος.
Το προσχέδιο υπογραμμίζει την αύξηση του ΑΕΠ (σε σταθερές τιμές) κατά 1,4% το 2017 με κύριο μοχλό την αύξηση των επενδύσεων (ετήσιος ρυθμός +9,6%) και ότι το 2018 ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε 2,1% παρά το γεγονός ότι ο συνολικός όγκος των επενδύσεων υποχώρησε στο πρώτο εξάμηνο του 2018 κατά 7,9% έναντι του πρώτου εξαμήνου 2017, λόγω της συρρίκνωσης των επενδύσεων σε μεταφορικό εξοπλισμό κατά 53,4%. Βασισμένο σε αυτά τα στοιχεία το προσχέδιο προβλέπει ανάπτυξη 2,5%.
Το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο θεωρεί πως το στόχος για ρυθμό μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,1% το 2018 είναι εφικτός. Ο στόχος για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,5% θεωρείται φιλόδοξος, υπό προϋποθέσεις με πρώτιστη ότι θα επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη για ανάπτυξη +2,1% για το 2018. Η βασική επιφύλαξη του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου αφορά την αισιοδοξία του σεναρίου του Υπ. Οικ. για αύξηση των επενδύσεων σε εξοπλισμό εκφράζοντας επιφυλάξεις ως προς το ύψος και την ταχύτητα της διόρθωσης της κάμψης που σημειώθηκε το 2018.
Η αιρεσιμότητα της ανάκαμψης των επενδύσεων καταγράφεται και στο ενημερωτικό σημείωμα του ΓΠΒ το οποίο επισημαίνει ότι η ανάκαμψη της επενδυτική στασιμότητα που καταγράφηκε τα 2 πρώτα τρίμηνα του 2018 εξαρτάται «στο μεγαλύτερο βαθμό από τη βελτίωση των πιστωτικών συνθηκών και την αύξηση της ρευστότητας». Το ΓΠΒ επίσης καταγράφει τους κίνδυνους στη βελτίωση της ανάπτυξης το 2019 στην Ελλάδα που ελλοχεύουν από την προβλεπόμενη επιβράδυνση του ΑΕΠ της Ευρωζώνης και του διεθνούς εμπορίου καθώς και τις αυξητικές τάσεις στην τιμή του πετρελαίου.
Η σκληρή πραγματικότητα της Ελληνικής Οικονομίας από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ
Σε επίπεδο πραγματική οικονομίας η χώρα έχασε 57 δισ. € εισόδημα (ΑΕΠ) σε σχέση με τις προβλέψεις της Ε.Ε. και του ΔΝΤ στο τέλος του 2014. Θα μπορούσε ενδεικτικά το 2018 να κυμαίνεται το πραγματικό ΑΕΠ πάνω από 210 δισ. € και όχι στα 190 δισ. € που εκτιμάται να κυμανθεί το 2018.
Σε επίπεδο δημοσιονομικό οι έλληνες επιβαρύνθηκαν σωρευτικά με 20 δισ. € από τις περικοπές των δαπανών και πρωτίστως από τους νέους φόρους του 3ου Μνημονίου (όπως αποτυπώθηκαν ανεξίτηλα στο προηγούμενο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2018 – 2021).
Σε επίπεδο δημόσιου χρέους χάσαμε την ευκαιρία να απομειώσουμε το ονομαστικό χρέος κατά τουλάχιστον 20 δισ. € με την απώλεια της δημόσιας συμμετοχής από την 3η ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος και κατά 4 δισ. € από τα ANFAs και SMPs του 2014 – 2015 που δεν αποδόθηκαν ποτέ στη χώρα μας.
Σε επίπεδο χρηματοδότησης και εμπιστοσύνης στην οικονομία, το τραπεζικό σύστημα σήμερα μετράει ακόμα 30 δισ. € λιγότερες καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων από τα τέλη του 2014, ποσά που εκτός από πολύτιμη πηγή για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων μέσω του τραπεζικού συστήματος αποτελεί και το σημαντικότερο δείκτη εμπιστοσύνης των πολιτών προς τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου αφού τριπλασιάστηκε λόγω της περιπέτειας του 2015, στο τέλος του προγράμματος και παρά διασφάλιση του μαξιλαριού ρευστότητας κυμαίνεται κοντά στο 4,4% καθιστώντας πολύ δαπανηρή την έξοδό μας στις αγορές.
Τα μη εξυπηρετούμενα (κόκκινα) δάνεια, καθώς σε ένα έτος ξεπέρασαν το 40% (από 35% το 2014) και τα μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά πλησίασαν στο 50% (από 45% το 2014). Δε διαφαίνεται καμία βελτίωση πόσο μάλλον επαναφορά τουλάχιστον στα ποσοστιαία επίπεδα του 2014. Σε συνδυασμό με τις χαμένες καταθέσεις, τα capital controls και την αστοχία στη διαχείριση κόκκινων δανείων δημιουργείται η εικόνα ενός προβληματικού τραπεζικού συστήματος.
Στην ελληνική κεφαλαιαγορά, παρατηρούνται τεράστιες αναταράξεις, λόγω της αβεβαιότητας που επικρατεί και η Κυβέρνηση αρκείται να καταγγέλλει εχθρούς, αντί να αναλάβει τις ευθύνες της, κυρίως σε ότι αφορά τα κόκκινα δάνεια, με βάση την πρόταση που έχουμε καταθέσει για τη λεγόμενη Bad Bank.
Το ληξιπρόθεσμο χρέος προς το Δημόσιο αυξήθηκε από τα 73 δισ. € στο τέλος του 2014 στα 102 δισ. € τον Αύγουστο του 2018 ενώ οι οφειλέτες υπό αναγκαστικά μέτρα εκτέλεσης έχουν αυξηθεί από 695.074 το 2014 σε 1.143.356 τον Αύγουστο του 2018. Αντίστοιχα το ληξιπρόθεσμο χρέος προς τα Ασφαλιστικά Ταμεία τριπλασιάστηκε από τα 11.485.586.901 δισ. € στο τέλος του 2014 στα 33.860.386.315 δισ. € τον Ιούνιο 2018 ενώ οι οφειλέτες έχουν αυξηθεί από 220.615 το 2014 σε 1.392.138 τον Ιούνιο 2018.
Η Κυβέρνηση αφού πρώτα διπλασίασε τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τους ιδιώτες το 2015, τις επανάφερε λίγο κάτω από τα επίπεδα του 2014, με μεγάλες καθυστερήσεις στην εξόφληση των υποχρεώσεων της, σε βάρος των αναγκών των επιχειρήσεων και της ρευστότητας της αγοράς, παρότι είχε δεσμευμένους πόρους προερχόμενους από το πρόγραμμα.
Η Κυβέρνηση δεν είναι ικανή να προσελκύσει τον αριθμό των επενδύσεων που είναι απαραίτητος, ώστε να μην καθηλωθεί η οικονομία σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παραμένει στα ίδια επίπεδα στα οποία κυμαινόταν το 2014 καταδεικνύοντας ότι η χώρα δεν έκανε κανένα σοβαρό βήμα στην εξωστρέφεια και την ανταγωνιστικότητα της τα τελευταία 4 χρόνια σε σχέση με την περίοδο 2008-2014 οπότε και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε από το 15,1 στο 2,2%.
Το Δημόσιο Χρέος
Αναφορικά με το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης, το Προσχέδιο αποδίδει την εκτίναξη του ύψους του από 184,9% του ΑΕΠ το 2017 σε 195,1% του ΑΕΠ το 2018 στη δημιουργία των ταμειακών διαθεσίμων ασφαλείας. (cash buffer).
Μάλιστα το Προσχέδιο προβλέπει ότι επαρκούν για να καλύψουν τις μικτές χρηματοδοτικές του ανάγκες τουλάχιστον για τα δύο επόμενα έτη. Είναι φανερό όμως, ότι η Κυβέρνηση λόγω των αβεβαιοτήτων που καλλιεργεί και με τις επιλογές που κάνει, οδηγεί τη χώρα, είτε σε αδυναμία δανεισμού, είτε σε επιτοκιακό κίνδυνο.
Συμπερασματικά
Παρά το γεγονός ότι όπως ισχυρίζεται η Κυβέρνηση τα «θεμελιώδη» μεγέθη της Ελληνικής Οικονομίας είναι βελτιωμένα, εντούτοις δεν έχει διασφαλίσει τις μεσο-μακροπρόθεσμες προοπτικές, τις στηριγμένες σε μια ισχυρή ανάπτυξη, σταθερή και αξιόπιστη πολιτική προσέλκυσης επενδύσεων και πραγματικού δημοσιονομικού χώρου για μείωση φορολογίας, αναπτυξιακή και κοινωνική πολιτική.
Κυρίως, δεν έχει διασφαλίσει την πραγματική απεξάρτηση της χώρας με ασφαλή έξοδο στις αγορές, με αποτέλεσμα να είναι υπαρκτός ο κίνδυνος της ανακύκλωσης των αδιεξόδων.
Η αβεβαιότητα επομένως που αποτυπώνεται στις «αναταράξεις» του χρηματιστηρίου, στην πορεία των επιτοκίων των Ελληνικών ομολόγων και στην επιφυλακτικότητα των αγορών, οφείλεται σε ενδογενείς παράγοντες, χωρίς να αγνοούμε τις επιπτώσεις δυσμενών εξελίξεων στον περιβάλλοντα χώρο που θα δυσκολέψουν περισσότερο τις δυνατότητες και τις επιλογές των Ελληνικών Κυβερνήσεων.
Το Κίνημα Αλλαγής, με γνώση όλων αυτών των δυσκολιών έχει προτείνει μια διαφορετική πορεία για την παραγωγική ανασυγκρότηση, την προσέλκυση επενδύσεων, την υποστήριξη μικρομεσαίων και αγορών και προοδευτικές μεταρρυθμίσεις στη Διοίκηση, την Υγεία, το Κοινωνικό Κράτος, το σχέδιο αυτό, το «Σχέδιο Ελλάδα», όπως παρουσίασε πρόσφατα στη ΔΕΘ η Φώφη Γεννήματα, απαιτεί για τη υλοποίησή του Εθνική Συνεννόηση και Κοινωνικής Συναίνεση.
Προϋπόθεση για την επίτευξη τους είναι η αλλαγή πολιτικών συσχετισμών, για να φύγουμε από τη στείρα αντιπαράθεση του νέου δικομματισμού και να πάψει η συνεχής ανακύκλωση των αδιέξοδων πολιτικών που ο ένας παραδίδει στον άλλο και μετά τον κατηγορεί που τις εφαρμόζει.
Μόνο με αυτόν τον τρόπο και σ΄ αυτό το πλαίσιο μπορεί μια Κυβέρνηση ευρείας πλειοψηφίας να ανατρέψει τις δεσμεύσεις της χώρας για διαρκή λιτότητα που και να αλλάξει τα υπερβολικά πλεονάσματα του 3,5%, ώστε να προκύψει δημοσιονομικός χώρος για μείωση της φορολογίας, ανάπτυξη και κοινωνική πολιτική, για πραγματική έξοδο από την κρίση και τα μνημόνια.