Αθήνα, 5 Δεκεμβρίου 2018
Ανακοίνωση Τομέα Οικονομίας και Ανάπτυξης του Κινήματος Αλλαγής με αφορμή πρόσφατες κυβερνητικές δηλώσεις
ΕΣΠΑ 2014-2020:Η θλιβερή πραγματικότητα που αποκρύπτει η Κυβέρνηση
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ισχυρίζεται ότι για τρίτη συνεχόμενη χρονιά η χώρα μας παραμένει πρωταθλήτρια στις απορροφήσεις των πόρων από τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά Ταμεία. Πρόκειται για έναν ισχυρισμό χωρίς βάση, ενταγμένο στην κυβερνητική προεκλογική προπαγάνδα ότι η χώρα εισέρχεται δήθεν σε τροχιά ανάπτυξης.
Γιατί η αλήθεια, όπως αυτή αναδεικνύεται από τα σχετικά δημοσιευμένα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Cohesion Data Europa.EU, Νοέμβριος 2018) είναι, δυστυχώς, πολύ διαφορετική από την κυβερνητική αφήγηση και είναι η εξής: η Ελλάδα υστερεί δραματικά του κοινοτικού μέσου όρου στις σχετικές απορροφήσεις.
Συγκεκριμένα, μετά το καταστροφικό πρώτο εξάμηνο τού2015 που οδήγησε στο αχρείαστο τρίτο μνημόνιο των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η Ελλάδα βοηθήθηκε μέσω της εκταμίευσης υψηλών αρχικών προκαταβολών στο ΕΣΠΑ ύψους 1,8 δις ευρώ (8%), ποσοστού διπλάσιου από εκείνο των άλλων χωρών. Το γεγονός αυτό, μαζί με τις ενδιάμεσες δόσεις, είχε ως αποτέλεσμα η χώρα μας να κατατάσσεται στην 6η θέση ως προς το σύνολο των πόρων που εκταμιεύθηκαν από τις Βρυξέλλες προς τα κράτη-μέλη.
Το καίριο και σημαντικό όμως –το οποίο ο κυβερνητικός προπαγανδιστικός μηχανισμός εσκεμμένα αποσιωπά– είναι ότι οι πόροι οι οποίοι εκταμιεύτηκαν σε μεγάλο βαθμό δεν διατέθηκαν. Η κυβερνητική αβελτηρία, δηλαδή, δεν αξιοποίησε τη δυνατότητα που μας δόθηκε, με αποτέλεσμα η χώρα μας σήμερα να κατατάσσεται σε σύνολο 25 κρατών-μελών μόλις στην 22η θέση όσον αφορά την υλοποίηση του συνολικού προγραμματισμού της. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα υπολείπεται του μέσου κοινοτικού όρου τόσο όσον αφορά την ανάληψη νομικών δεσμεύσεων(56%) όσο και την εκτέλεση των πληρωμών (20%) προς τους τελικώς ωφελούμενους φορείς (δημόσιους φορείς που εκτελούν έργα, επιχειρήσεις για επενδύσεις, εκπαιδευτικούς και ερευνητικούς φορείς, προγράμματα στήριξης της απασχόλησης, κοινωνικές δομές κ.λπ.).
Στο ελληνικό ΕΣΠΑ 2014-2020,ακόμη και τα προγράμματα που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη απορρόφηση –όπως το πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου για την Αγροτική Ανάπτυξη (πληρωμές 34%),ακολουθούμενο από το πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Περιφερειακού Ταμείου (πληρωμές 29%),το Ταμείο Συνοχής (27%)& το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (24%)–τα ποσοστά απορρόφησης είναι χαμηλά και, βέβαια, πολύ χαμηλότερα των αντίστοιχων κοινοτικών μέσων όρων. Το ίδιο ισχύει και για την πολύ σημαντική Πρωτοβουλία για την Ανεργία των Νέων, όπου στην Ελλάδα της ανεργίας και της φυγής των νέων μας η απορρόφηση είναι μόλις 41%, ευρισκόμενη σε δραματική απόσταση από χώρες όπως η Σλοβενία(93%), η Πολωνία (84%) ή ακόμη και η Πορτογαλία (69%).
Η απογοητευτική εικόνα του ελληνικού προγράμματος και η υστέρησή του σε σχέση με τον μέσο κοινοτικό όρο επιβεβαιώνεται, επίσης, από στοιχεία της ΕΕ που αναφέρονται στην επίτευξη των στόχων τού προγραμματισμού έως το τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2018. Συγκεκριμένα, η επίτευξη των προβλέψεων στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης στη χώρα μας ανήλθε στο 11,31%, στο Ταμείο Συνοχής στο 3,27%, στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο στο 16,58% και στο Ταμείο Αλιείας στο 5%,όταν οι αντίστοιχοι μέσοι όροι των κρατών-μελών της Ε.Ε ήταν 34%, 53%, 34% και 28%!
Επιπλέον, και ως αποτέλεσμα της ανυπαρξίας κυβερνητικού σχεδιασμού, η λήψη αποφάσεων καθυστερεί σημαντικά σε τομείς αιχμής, όπως η πρόσβαση στα ευρυζωνικά δίκτυα, η ανακύκλωση στερεών αποβλήτων, η αξιοποίηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η προστασία του περιβάλλοντος. Με την εξαίρεση των έργων που συνεχίζονται από το προηγούμενο ΕΣΠΑ, σημαντικές καθυστερήσεις υπάρχουν, επίσης, σε προγράμματα που αφορούν σε βασικές υποδομές (δρόμοι, σιδηρόδρομοι, ενεργειακά δίκτυα),ενώ φαίνεται ότι ο σχετικός προγραμματισμός έχει αναθεωρηθεί ευκαιριακά, για να αντιμετωπιστούν έκτακτες ανάγκες, όπως έργα αντιπλημμυρικά και δράσεις για την αντιμετώπιση των αναγκών από την αύξηση των προσφύγων.
Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η καθυστέρηση των προγραμμάτων για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας σε όλους τους κλάδους, που αποστέρησε και αποστερεί κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις για επιχειρηματική ανάπτυξη και ανάπτυξη καινοτομιών, καταδικάζοντάς τες έτσι σε μαρασμό. Κατά τη συνήθειά της, η κυβέρνηση έχει μείνει σε εξαγγελίες, χωρίς να ενεργοποιήσει μια σειρά από προγράμματα που θα μπορούσαν να τονώσουν την επιχειρηματικότητα και να δημιουργήσουν υγιείς και καλοπληρωμένες θέσεις απασχόλησης. Επισημαίνεται ότι έχουν διατεθεί εδώ και δύο χρόνια περίπου 1 δις. ευρώ κοινοτικών πόρων για την ανάπτυξη σχετικών χρηματοδοτικών εργαλείων, χωρίς ακόμη να έχει αρχίσει η εφαρμογή τους.
Έχοντας διανύσει περισσότερο από το μισό του χρόνου εφαρμογής του προγραμματισμού 2014-2020, περιλαμβανομένης της παράτασης μέχρι το 2023,οι ελληνικές επιδόσεις είναι πολύ φτωχές, σε σύγκριση μάλιστα με τις επιδόσεις άλλων χωρών όπως η Πορτογαλία και η Ιρλανδία που ήταν και αυτές σε μνημόνια.
Ενόψειτης νέας προγραμματικής περιόδου, η Ελλάδα επιβάλλεται να υιοθετήσει ένα συνεκτικό πρόγραμμα χρηματοδότησης της ανάπτυξης που να αξιοποιεί τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα και να υλοποιείται με συνέπεια και αξιοπιστία, έτσι ώστε να διασφαλίζεται πραγματική υψηλή απορροφητικότητα και πλήρης και ουσιαστική αξιοποίηση της κοινοτικής χρηματοδότησης.
Αντί τούτου, η κυβέρνηση συνεχίζει να ακολουθεί μια αδιέξοδη πολιτική η οποία ξεκίνησε με το αχρείαστο τρίτο μνημόνιο και τα capital controls και συνεχίστηκε με τα υπερπλεονάσματα όχι της ανάπτυξης, αλλά της υπερφορολόγησης, της συρρίκνωσης του Προγράμματος Δημόσιων Επενδύσεων και των οριζόντιων περικοπών στις κοινωνικές κυρίως δαπάνες, επιφέροντας πλήρη ασφυξία στην αγορά.
Αυτό που χρειάζεται επειγόντως η χώρα είναι η παραγωγική της ανασυγκρότηση και οι επενδύσεις (δημόσιες, ιδιωτικές, συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, συγχρηματοδοτούμενες από τα ευρωπαϊκά ταμεία), για μια ισχυρή στροφή στην ανάπτυξη και στη στήριξη της νέας γενιάς που πλήττεται από την ανεργία και την υποαπασχόληση. Όσο όμως και εάν το χρειάζεται επειγόντως η χώρα, άλλο τόσο, όπως αποδείχτηκε, δεν μπορεί να το προσφέρει ο κ. Τσίπρας και η κυβέρνησή του.